- ταινιοφόρος
- -α, -ο, θηλ. και ταινιοφόρος, Ναυτός που φέρει ή φορεί ταινίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεκάρι — (tayassu tajacu ή dicotyles torquatus δικότυλος ο ταινιοφόρος). Αρτιοδάκτυλο της οικογένειας των ταγιασυϊδών. Έχει ύψος περίπου 50 εκ. και μοιάζει με μικρό αγριόχοιρο. Στα αρσενικά, οι επάνω κυνόδοντες είναι πολύ ανεπτυγμένοι και προεξέχουν προς… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek